Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΑΣ ΛΟΓΙΑ....


      ΟΜΟΡΦΗ ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ!     
       Όπως ακριβώς μια νεαρή πιανίστρια καθισμένη στο πιάνο της μπορεί με τ’ ακροδάχτυλά της ν’ αναπαράγει και να ζωντανέψει  τα συναισθήματα και την ψυχοσύνθεση του μουσουργού, έτσι ώστε ο μουσουργός μέσα από τα δάχτυλα της πιανίστριας να περνά κατ’ ευθείαν στην Αθανασία, έτσι κι ένας ευαίσθητος νέος ή νέα που περνοδιαβαίνουν στα σοκάκια μιας όμορφης παλιάς πολιτείας, μπορούν με τη φαντασία και την ενόρασή τους να ζωντανέψουν την περασμένη ζωή αυτής της πολιτείας, τους αρχιτέκτονες που τη χτίσανε, τις καντάδες, τα γλέντια, τις αγωνίες και τις συμφορές που τη σημαδέψανε, παραδίδοντας έτσι την πολιτεία αυτή στην ιστορία.
  Ας μη μας παραξενεύει λοιπόν που κάποιοι νέοι ευαίσθητοι, συνηθίζουν να βγαίνουν στους υγρούς δρόμους της πόλης κάποιες αφέγγαρες χειμωνιάτικες νύχτες τυλιγμένοι στα επανωφόρια τους, και – όταν πια όλοι οι κάτοικοι θα έχουν κοιμηθεί – εκείνοι τραγουδούν ή σφυρίζουν παλιά κρητικά τραγούδια: «Σαν είχες άλλη στην καρδιά, τι μ’ ήθελες εμένα…». Ορίζω δε ως ευαίσθητους νέους εκείνους που σήμερα, έτος 2005, είναι ικανοί ν’ ακούσουν τη φωνή του μουεζίνη ν’ αντηχεί απ’ τον μιναρέ Νερατζέ, ή ακόμη ν’ ακούσουν το σφύριγμα του «Αγγέλικα» καθώς αναχωρεί απ’ το λιμάνι ή ακόμη να διακρίνουν μέσα από το σφύριγμα τ’ ανέμου … λόγια του Φραγκίσκου Barozzi καθώς εκφωνεί τον εναρκτήριο λόγο του στην ακαδημία των Vivi, μέσα στη Loggia στις 4 Ιανουαρίου 1562: «E questa e lorigine della presente nostra Academia…»
  Ρέθυμνο, η όμορφη παλιά πόλη. Όχι μόνο η πολιτεία της ανοχής, αλλά και η πολιτεία της φυγής. Η πατρίδα κάθε μοναχικής ψυχής. Η πατρίδα της Μοναξιάς. Ίσως δεν είναι τυχαίο πως ένα μήνα πριν να γράψει το «Χρονικό μιας Πολιτείας» ο Παντελής Πρεβελάκης (τον Απρίλη του 1937), τελείωνε το δράμα του «Μοναξιά» (το Μάρτη του 1937).
  Έχομε λοιπόν να κάνομε με μια πολιτεία για ρομαντικούς και φευγάτους. Σ’ όλους αυτούς αρέσει να βυθίζονται στην αγκαλιά της πολιτείας τους όχι μόνο τις μέρες του καλοκαιριού, αλλά και το χειμώνα. Άλλωστε, μην ξεχνάς πως μόνο στα βάθη του χειμώνα μπορείς να αισθανθείς το καλοκαίρι που υπάρχει μέσα σου. Σ’ όλους αυτούς τους ρομαντικούς λοιπόν αρέσει να περιδιαβαίνουν στα στενά σοκάκια της, (στα φυλλοκάρδια της), και να μαντεύουν την ιστορία τους. Τους εξάπτει τη φαντασία η ψευδαίσθηση πως μπορεί να αισθανθούν το βλέμμα και την αύρα του Χορτάτση ή του Μπεργαδή, ή ακόμη του Μπουνιαλή του Τζάννε. Κατευθύνονται προς τη συνοικία της Κυρίας των Αγγέλων εκεί που κάποτε κατοικούσαν οι περισσότεροι Βενετοί ευγενείς. Προς τη συνοικία Σκιέρο, κάπου στη Σωχώρα. Προς την συνοικία της Κουερίνας, του Σκορδίλη, προς το Σολέρο. Στην οδό Τσάρου, προσπαθούν να μαντέψουν πιο ήταν το μαγαζί του Κυρ Ιωάννη του Κόνσολα με το κεντημένο σταυρογέλεκο, και την πραμάτεια με τη μαστίχα, τη ζαφορά, τα μυρόλαδα και τα ροδοστάματα.
- Να μπορούσα λέει με κάποιο τρόπο να ξανάβρισκα την πέννα του Χορτάτση… Να έγραφα με την πέννα Του, μονάχα λίγες λέξεις … «Οϊμένα  Ερωφίλη μου…». Να την κρατούσα φυλαχτό για όλη τη ζωή μου, μονολογεί ο πιο ονειροπαρμένος της παρέας.
  Τότε ακριβώς ακούγονται σαν αχός, σαν αντίλαλος ή σαν σφύριγμα του ανέμου οι στίχοι του Πρεβελάκη:
-  Καλό η ψυχή των άγουρων να θρέφεται απ’ το μύθο,
Αντρειά να παίρνουν κι ορμηνιά, να δροσερεύει ο νους τους
Σαν το κορμί που χαίρεται νερό απ’ το χαλκοστάμνι…


         ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ
 Από αρχαιοτάτων χρόνων, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει. Μόλις το καλοκαιράκι αντικρύσει το κεφαλάκι του Σεπτέμβρη που αναδύεται νωχελικά ανάμεσα από κύματα και κλήματα, χλομιάζει και σταυροκοπιέται αυτοστιγμεί. Μια χλομάδα διάχυτη, παρόμοια με αυτήν του φεγγαριού κατηφορίζει στα τρίστρατα και σαρώνει ανθρώπους, σπίτια και δέντρα. Τα όνειρα ξεσηκώνονται και ζητούν δικαίωση, οι ιδέες ανασηκώνουν κι αυτές το κεφάλι. Οι παλιοί μας φίλοι, κι αυτοί το Σεπτέμβρη καβαλικεύουν τις αναμνήσεις και κάνουν στάση στη γειτονιά μας διψασμένες και αχόρταγες.
  Σεπτέμβρης και Παλιά Πόλη. Εκεί ο ήλιος εισχωρεί μέσα απ’ τα τρεμουλιαστά φύλλα και παιχνιδίζει αδιάκοπα κάνοντας τους μεγάλους να νοιώθουν σαν παιδιά. Οι σκιές και οι μνήμες ξεδιπλώνονται και φτάνουν ως την οδό Αρκαδίου, τη Σουλίου και την Εθνικής Αντιστάσεως. Οι μιναρέδες κατεβάζουν τις ματιές τους προς το έδαφος με αυταρέσκεια και απάθεια. Οι δρόμοι της Ανατολής, είναι φανερό, έχουν περάσει μέσα απ’ αυτή τη πόλη.
  Σεπτέμβρης και Φορτέτζα. Στη Φορτέτζα και στα τείχη. Κάποτε, εμείς οι Ρεθεμνιώτες το χτίζαμε το κάστρο της Φορτέτζας με τα χέρια μας. Σήμερα, αντίστροφα, γύρω μας κάποιοι έχουνε χτίσει τείχη, πανύψηλα τείχη της άγνοιας και της αδιαφορίας. Εκεί που άλλοτε συνωστίζονταν η κλαγγή των σπαθιών και οι χλιμιντρισμοί των αλόγων, τώρα νότες και μελωδίες αναδύονται στην ατμόσφαιρα και οδεύουν προς το Ρεθεμνιώτικο ουρανό. Εκεί που κάποτε ο ρέκτορας μάζευε τους συμβούλους για να ζητήσει τη γνώμη τους, τώρα ο «Φραγκίσκος Λεονταρίτης» ως κουαρτέτο κιθάρας εκπέμπει την πανδαισία του στους ουρανούς, σαν μια προσευχή ή σαν μια ικεσία για λύτρωση. Όχι διότι ο Γρηγόρης είναι φίλος μου, μα διότι ήταν στ’ αλήθεια μια πανδαισία.
  Σεπτέμβρης και ανατολή του ηλίου. Η προσεκτική παρακολούθηση μιας ανατολής του Σεπτέμβρη κρύβει περισσότερο μυστήριο από όλους τους τύπους του Αϊνστάιν. Η Δύση πάλι, ε, αυτή είναι δουλειά ζωγράφου, ας είναι άσημος, ας μην είναι δα και  ο  μαΐστρος Δομήνικος Θεοτοκόπουλος.
  Σεπτέμβρης και νιάτα. Επιστροφή στα θρανία ή όπως λένε αλλιώς, απ’ τ’ αυτί  και στο δάσκαλο.
  Σεπτέμβρης και γκρίζο. Το γκρίζο στα σύννεφα και στις καρδιές, το κίτρινο στα όνειρα και στα φύλλα. Φαίνεται πως η αντίθεση είναι η ουσία της ζωής. Αν όλα ήταν δια μιας και μονίμως πράσινα δεν θα είχε νόημα η άνοιξη. Το μεγάλο υπάρχει επειδή έχει υπάρξει το μικρό, το πολύ επειδή έχει προϋπάρξει το λίγο.
  Σεπτέμβρης και Liszt.   Η δεξιοτεχνία, ο λυρισμός, η ποιητικότητα, ο πλούτος των ηχοχρωμάτων, η ερμηνεία της Ντιάνας διευκολύνουν το Σεπτέμβρη να μπει ομαλά στη ζωή μας.
  Σεπτέμβρης και σταγόνες βροχής. Βρέχει πάνω από στεριές κι από θάλασσες. Πέφτουν ασταμάτητα της βροχής οι σταγόνες. Τι να την κάνεις λοιπόν τη μουσική; Βρέχει αναμνήσεις. Θυμούμαι κάποιον άλλο Σεπτέμβρη μακρινό με τραγούδια και σήμαντρα. Άλλωστε δεν μπορώ, μου είναι αδύνατο να ξεχάσω…   




ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

Το Ρέθυμνο είναι η πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού της Κρήτης. Εμφανίζει μεγάλη τουριστική κίνηση κατά την διάρκεια του καλοκαιριού ενώ οι 7000 και πλέον ενεργοί φοιτητές καθιστούν την πόλη ιδιαίτερα ζωντανή κατά την υπόλοιπη περίοδο του χρόνου. Ο πληθυσμός της πόλης ανέρχεται στους 32.694 κατοίκους (απογραφή 2001). Είναι η τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Κρήτης μετά το Ηράκλειο και τα Χανιά.
Σήμερα το Ρέθυμνο είναι η τρίτη σε μέγεθος πόλη της Κρήτης με πληθυσμό περίπου 33.000 κατοίκων (απογραφή 2001) και βασίζει την οικονομία της στον τουρισμό, διαθέτοντας πολλά αξιοθέατα, μεγάλη αμμώδη παραλία και ισχυρή ξενοδοχειακή υποδομή. Συγκοινωνιακά η πόλη εξυπηρετείται οδικά με σύνδεση με το Ηράκλειο και τα Χανιά μέσω του Εθνικού δρόμου Ε 75 και επαρχιακό σχετικά καλό οδικό δίκτυο, με το οποίο συνδέεται με όλες τις περιοχές του Νομού. Διαθέτει, επίσης, νέο, σύγχρονο λιμένα. Δεν διαθέτει αεροδρόμιο.
Η σημερινή πόλη είναι κτισμένη στην ίδια θέση με την αρχαία Ρίθυμνα ή Ρήθυμνα ή Ριθυμνία. Μαρτυρίες για την ύπαρξη της πόλης αρχίζουν από τον 5ο-4ο αι. π.Χ. και είναι κυρίως τα αργυρά και χάλκινα νομίσματα.νομίσματα, τα οποία έφεραν από τη μια όψη την κεφαλή του Απόλλωνα ή της Αθηνάς και από την άλλη τρίαινα ή δύο δελφίνια ή αίγα[1]. Άλλες αξιόλογες μαρτυρίες δεν υπάρχουν μέχρι το 1204, οπότε οι Ενετοί αγοράζουν από τους Φράγκους κατακτητές του Βυζαντίου ολόκληρη την Κρήτη έναντι 10.000 αργυρών μάρκων. Οι Ενετοί εκδιώκουν τους Γενουάτες του Ενρίκο Πεσκατόρε και εγκαθίστανται στο νησί, το οποίο, όμως, παραμελούν, δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στις κτήσεις τους της ηπειρωτικής Ελλάδας και των Επτανήσων. Το 1538 ο Χαΐρ αντ Ντιν (Khair ad Din), ναύαρχος του Οθωμανικού στόλου και κουρσάρος των ακτών της Αλγερίας (Μπαρμπαριάς), γνωστότερος ως Μπαρμπαρόσα (Κοκκινογένης), επιτίθεται στο νησί. Οι Ενετοί αποφασίζουν να οχυρώσουν κάπως την κτήση τους. Κτίζουν γύρω από την πόλη τείχος μήκους 1400 μ. (σήμερα ολοσχερώς κατεστραμμένο), αφήνοντας όμως την από θαλάσσης πλευρά εκτεθειμένη. Ο πειρατής Ολουτζ Αλή (1562) κατακτά έτσι εύκολα την πόλη και οι Ενετοί διαπιστώνοντας το σφάλμα τους, αφού τον εκδιώκουν, κτίζουν ένα φρούριο, την περίφημη Φορτέτζα, σήμερα διασωζόμενο και σήμα κατατεθέν της πόλης.